Αρχική Χάρτης Πλοήγησης Αναζήτηση
 
, ,

 

Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80, όπου θεσμοθετήθηκε το πρώτο Ρυθμιστικό Σχέδιο της Θεσσαλονίκης μέχρι σήμερα, πραγματοποιήθηκαν ραγδαίες μεταβολές τόσο στην ευρύτερη περιοχή της Κεντρικής Μακεδονίας όσο και στο άμεσο γειτονικό περιβάλλον των Βαλκανίων. Ωστόσο, ο χωρικός σχεδιασμός της περιοχής είτε δεν μπόρεσε να παρακολουθήσει αυτές τις μεταβολές είτε τις ακολούθησε αποσπασματικά. Έτσι, παρέμειναν αναξιοποίητατα σημαντικά συγκριτικά πλεονεκτήματα της Κεντρικής Μακεδονίας όπως η γεωστρατηγική θέση της στην τομή των αξόνων Αδριατικής – Μαύρης Θάλασσας και Νοτιοανατολικής Ευρώπης – Αιγαίου, τα δίκτυα μεταφορών όπως το σιδηροδρομικό δίκτυο που ενώνει την Κεντρική Ευρώπη με τη Μεσόγειο, το λιμάνι της Θεσσαλονίκης, το αρχαιολογικό και πολιτισμικό απόθεμα της περιοχής, το επιστημονικό και ερευνητικό δυναμικό της που είναι απαραίτητο για να υπάρξει καινοτομία στη χώρα συνολικά.

Το αποτέλεσμα, σήμερα, είναι μια σπουδαία περιφέρεια της χώρας, με μοναδικούς φυσικούς πόρους, που άλλοτε έσφυζε από οικονομική δραστηριότητα, να στερείται προοπτικής, να αποψιλώνεται από την βιοτεχνική και βιομηχανική παραγωγή και να εμφανίζει ανησυχητικούς δείκτες ανεργίας.
 
Η ανάπτυξη στην Κεντρική Μακεδονία – όπως και στη χώρα συνολικά - είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το σωστό σχεδιασμό του χώρου. Η χωρική απεικόνιση της ανάπτυξης είναι βασικό κλειδί για να αναδειχθεί η πολυμορφία της περιοχής, να διαχυθεί η παραγωγική δραστηριότητα με ισόρροπο και βιώσιμο τρόπο, να ενισχυθεί η οικονομική και κοινωνική συνοχή, να υπάρξει ποιότητα στη ζωή του πολίτη και να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα της Κεντρικής Μακεδονίας σε ένα διεθνοποιημένο και ρευστό οικονομικό περιβάλλον. 
 
Υπό αυτό το πρίσμα, η πρόταση της ερευνητικής ομάδας που είχε την ευθύνη για τη μελέτη του νέου Ρυθμιστικού Σχεδίου της Θεσσαλονίκης θέτει ως βάση του σχεδιασμού για τη βιώσιμη χωρική ανάπτυξη έναν εξωστρεφή προσανατολισμό που θα ενισχύσει το ρόλο της Κεντρικής Μακεδονίας στην ευρύτερη περιοχή.
 
Στο παρελθόν, τα όρια της περιοχής εμβέλειας του Ρυθμιστικού Σχεδίου συνέπιπταν με τα όρια του πολεοδομικού συγκροτήματος της Θεσσαλονίκης με την περιαστική του ζώνη. Στη νέα πρόταση, τα όρια της περιοχής εμβέλειας του Σχεδίου επεκτείνονται σε τμήμα της Περιφέρειας της Κεντρικής Μακεδονίας.  Η νέα πρόταση θα πρέπει να επικυρωθεί μέσα από διαδικασία διαβούλευσης, σε συνδυασμό με την προωθούμενη μελέτη αξιολόγησης, αναθεώρησης και εξειδίκευσης του Περιφερειακού Πλαισίου Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης της Κεντρικής Μακεδονίας.
 
Τα βασικά κριτήρια για να αντιμετωπιστεί η περιοχή εμβέλειας του νέου Ρυθμιστικού ως μια ολοκληρωμένη γεωγραφική ενότητα ήταν η ζώνη της οικονομικής επιρροής της Θεσσαλονίκης - με τη βιομηχανία, τις υπηρεσίες και τον τουρισμό της - και οι περιβαλλοντικές ενότητες της περιοχής – οι ορεινοί όγκοι, οι παράκτιες περιοχές, οι λίμνες, τα δέλτα των ποταμών κ.α – που πρέπει να εντάσσονται σε μία ενιαία διοικητική διαχείριση. Επιπρόσθετα, λαμβάνει υπόψη το νέο πρότυπο της αυτοδιοικητικής οργάνωσης - Σχέδιο Καλλικράτης, το οποίο εντάσσεται στο γενικότερο πλαίσιο της γεωγραφικής και οικονομικής ανασυγκρότησης της χώρας.
 
Το νέο αναπτυξιακό πρότυπο για τη Θεσσαλονίκη λαμβάνει υπόψη τόσο την Ιστορία της όσο και τις νέες δυνατότητες που δημιουργεί η σύγχρονη εποχή : η Θεσσαλονίκη ήταν πάντοτε μια Πόλη-Πύλη στην Ευρώπη από Ανατολή και Νότο. Στον 21ο αιώνα θα πρέπει να αναπτύξει ένα ρόλο Περιφερειακής Μητρόπολης. Για το σκοπό αυτόν, η Εγνατία Οδός ορίζεται ως Εθνικός Άξονας Σύνδεσης Ανατολής-Δύσης - ξαναβρίσκει, δηλαδή, τον ιστορικό ρόλο που έπαιζε ήδη από τους ρωμαϊκούς χρόνους – και αναπτύσσεται στα πρότυπα των διακρατικών αξόνων της Ευρώπης.
 
Στο ευρύτερο περιβάλλον της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, η Θεσσαλονίκη καλείται να αποτελέσει ένα διπλό πόλο, ένα πόλο έρευνας και καινοτομίας και ένα πόλο πολιτισμού- τουρισμού.
 
Σε αυτήν την κατεύθυνση η πλειοψηφία των φορέων πλειοδοτεί και έχει μεγάλη σημασία να αναδειχθεί το πολιτισμικό τρίγωνο Θεσσαλονίκη-Δίον-Βεργίνα και οι τουριστικοί άξονες προς τα νοτιοανατολικά, στα «πόδια» της Χαλκιδικής, αλλά και προς το νότο, προς τις ορεινές περιοχές των Πιέριων του Ολύμπου.
 
Ζητούμενο δεκαετιών, θα έλεγα, υπήρξε η προστασία και η ανάδειξη της ιστορικής ταυτότητας της πόλης με αναβαθμίσεις στον άξονα της λεωφόρου Βασιλίσσης Όλγας, στην Άνω Πόλη, στο ιστορικό κέντρο και με αποκαταστάσεις και επαναχρήσεις σε κτίρια βιομηχανικής κληρονομιάς, ό,τι ουσιαστικά απέμεινε από τα χρόνια της μπουλντόζας (Μύλοι Αλλατίνη, αποθήκες λιμανιού κλπ) και οι αγορές (π.χ. Μοδιάνο) ώστε να ενταχθούν στη ζωή της πόλης. Η δημιουργία αρχαιολογικών διαδρομών που εντάσσονται στο υφιστάμενο δίκτυο όπως ο «ανατολικός περίπατος», δηλαδή η οδός Δ. Γούναρη από τη θάλασσα μέχρι τη Ροτόντα, και ο «δυτικός περίπατος» από τον Τοπ Χανέ μέχρι την Πλατεία Μουσχουντή.
 
Θα γίνει ανάπλαση του μετώπου της πόλης προς το δάσος, με την ανάπλαση της ανατολικής τάφρου, αναβαθμίσεις πλατειών, πεζοδρομήσεις, και άλλες παρεμβάσεις στις 6 δημοτικές κοινότητες της Θεσσαλονίκης. 
Σε μια τέτοια προοπτική, ο συγκοινωνιακός και μεταφορικός σχεδιασμός πρέπει να διέπεται από την αρχή της βιώσιμης κινητικότητας στα δίκτυα μεταφορικών μέσων σταθερής τροχιάς σε αστικό, προαστιακό και περιφερειακό επίπεδο, με:
  • το μετρό της Θεσσαλονίκης,
  • το μητροπολιτικό τραμ για τις περιοχές που δεν εξυπηρετούνται από το μετρό, και
  • τον προαστιακό σιδηρόδρομο για την σύνδεση όλων των σημαντικών αστικών κέντρων εντός της περιοχής εμβέλειας του νέου Ρυθμιστικού.
 
Παράλληλα, να ενθαρρύνονται οι εναλλακτικοί τρόποι μετακίνησης όπως η μετακίνηση πεζή και με ποδήλατο, να δημιουργούνται δίκτυα πεζοδρόμων και ποδηλατοδρόμων τόσο στο κέντρο όσο και στις περιφερειακές γειτονιές. Να προβλέπεται η δημιουργία ενός εκτεταμένου δικτύου λεωφορειολωρίδων για να ενισχυθεί η μετακίνηση με τα αστικά λεωφορεία, και δεν απορρίπτεται η θαλάσσια συγκοινωνία. 
 
Για την αντιμετώπιση του κυκλοφοριακού που είναι το μεγάλο και χρόνιο πρόβλημα της Θεσσαλονίκης, προβλέπεται η παράκαμψη της πόλης με τη δημιουργία της νέας Εξωτερικής Περιφερειακής Οδού και την αναβάθμιση της υφιστάμενης Εσωτερικής Περιφερειακής Οδού. Παράλληλα, προωθείται η δημιουργία χώρων στάθμευσης γύρω από το κέντρο της Θεσσαλονίκης και δίπλα στους τερματικούς σταθμούς του μετρό, ενώ προβλέπονται κέντρα μετεπιβίβασης μεταξύ μετρό, τραμ, σιδηροδρόμου και λεωφορείων.
 
Ένα από τα μεγαλύτερα συγκριτικά πλεονεκτήματα της πόλης είναι το Θαλάσσιο Μέτωπο, ή η θαλάσσια θέα κατά τον Δημήτρη Φατούρο. Μέχρι σήμερα, οι όποιες παρεμβάσεις γίνονταν με τρόπο αποσπασματικό χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η πολυμορφία και το σύνολο των λειτουργικών χαρακτηριστικών. Στο θαλάσσιο χώρο υπάρχουν περιοχές με μέγιστο οικολογικό ενδιαφέρον (Δέλτα Αξιού), εγκαταστάσεις μεταποίησης και διαμετακόμισης, λειτουργίες με βιομηχανική επικινδυνότητα, εγκαταστάσεις μεταφορών μητροπολιτικού ενδιαφέροντος, οικισμοί και περιοχές με έντονες τάσεις αστικοποίησης. Για να αξιοποιήσουμε, με τρόπο βιώσιμο, όλη αυτήν τη δυναμική θα πρέπει να προχωρήσουμε σε μια ενιαία χωρική ρύθμιση της παράκτιας ζώνης. Έτσι λοιπόν, προσδιορίζουμε συγκεκριμένες χωρικές ενότητες (4 ή 5) για τις οποίες θα προκηρυχθούν, τον Σεπτέμβριο, προμελέτες ανάπλασης και αξιοποίησης σε επίπεδο masterplan που θα αναδείξουν τη λειτουργικότητα και την αισθητική της παραλίας. Ενδεικτικά αναφέρω:
 
  • Την 2η προβλήτα του λιμένα που συνδέεται λειτουργικά με την περιοχή νοτιο- δυτικά της Δυτικής εισόδου, την περιοχή FIX. Τα τελευταία χρόνια, η περιοχή του FIX παρουσιάζει μια δυναμική ανοικοδόμησης με μικτές χρήσεις γης λόγω του νέου χαρακτήρα της οδού 26ης Οκτωβρίου, των ιστορικών βιομηχανικών κελυφών, της γειτνίασης με το λιμάνι και την περιοχή των Λαχανοκήπων και της απόστασης από το ιστορικό εμπορικό κέντρο. Απαιτείται, λοιπόν, ένας γενικότερος ανασχεδιασμός της περιοχής που θα έχει ως βασικούς άξονες τη λειτουργική, αισθητική και πολεοδομική αναβάθμιση, τη σύνδεση της περιοχής με τον άμεσο περίγυρό της, την ανάδειξη των ιστορικών κτιρίων, τη διατύπωση προτάσεων για κυκλοφοριακές ρυθμίσεις και εξειδίκευση των χρήσεων γης.
 
  • Την περιοχή μεταξύ Ποσειδωνίου και Κυβερνείου, όπου η επικαιροποίηση των χρήσεων γης, η ιεράρχηση των οδών, οι προτάσεις ρυμοτομίας και αναπλάσεων θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τη μορφολογία της περιοχής, την υψηλή δόμηση, τους χώρους πολιτισμού και αθλητισμού, αλλά και την ανάγκη των κατοίκων της ανατολικής Θεσσαλονίκης για πρόσβαση στην θάλασσα.
 
  • Την περιοχή από τον Φοίνικα έως το τμήμα που αντιστοιχεί στο ΙΚΕΑ, μια περιοχή που έχει υψηλή ζήτηση, αλλά εμφανίζει, ταυτόχρονα, ιδιοποίηση της φυσικής παραλίας, αδιέξοδα πρόσβασης ενώ έχουν προκύψει και ιδιοκτησιακά ζητήματα.
 
Τις προδιαγραφές για την ανάπλαση και την ανάπτυξη της παραλιακής ζώνης θα εκπονήσει ο ΟΡΘΕ.
 
 Όσον αφορά στα στρατόπεδα της Θεσσαλονίκης, η αξιοποίησή τους προς όφελος της πόλης προσκρούει στο διαφορετικό ιδιοκτησιακό τους καθεστώς: κάποια στρατόπεδα ανήκουν στο ΓΕΕΘΑ, άλλα ανήκουν στην ΚΕΔ, ενώ κάποια άλλα (όπως το στρατόπεδο Παύλου Μελά) ανήκουν στην Υπηρεσία Αξιοποίησης και Μετεγκατάστασης Στρατοπέδων (ΥΑΜΣ). Πέρα από το ζήτημα της μεταβίβασης ιδιοκτησίας στους Δήμους, τίθεται ένα ακόμη βασικό ζήτημα σχεδιασμού: τα στρατόπεδα δεν πρέπει να ρυθμιστούν χωρικά ως μεμονωμένες περιπτώσεις. Αντίθετα, θα πρέπει να αντιμετωπισθούν ως δίκτυο εν δυνάμει ελεύθερων δημόσιων χώρων όπου η χρήση τους – πράσινο, πολιτισμός, αθλητισμός κ.λπ.- θα πρέπει να βασίζεται σε βιώσιμο σχέδιο που θα εξασφαλίζει τη χρηματοδότηση της λειτουργίας τους.
 
 Η μετεγκατάσταση της ΔΕΘ έχει μια προϊστορία. Στο παλιό Ρυθμιστικό Σχέδιο Θεσσαλονίκης (1985) γίνεται ήδη αναφορά στη μεταφορά της ΔΕΘ στη Σίνδο. Επί πέντε τουλάχιστον διαφορετικές κυβερνήσεις (Σημίτη, Καραμανλή, Παπανδρέου [1] υπάρχει μια διαχρονική αποδοχή για τον προτεινόμενο χώρο. Επιπλέον, βρίσκεται σε εξέλιξη ο διαγωνισμός για την ανάδειξη Τεχνικού Συμβούλου, ο οποίος θα υποβάλει πρόταση σχετικά με τη χωροθέτηση και την ανάπτυξη των νέων εκθεσιακών υποδομών στη Σίνδο και την ανάπλαση των παλαιών εγκαταστάσεων στο κέντρο της πόλης. Εμείς, από την πλευρά μας, δεν απορρίπτουμε ασυζητητί καμία τεκμηριωμένη πρόταση θεσμικών φορέων αρκεί η πρόταση αυτή να είναι ώριμη και να συγκεντρώνει ευρεία αποδοχή.
 
Ο ΟΡΘΕ θα καταρτίσει τις προδιαγραφές για τη μελλοντική ένταξη-απόδοση, στην πόλη, του χώρου της ΔΕΘ ώστε οι όποιες προτάσεις να εναρμονίζονται με το σχεδιασμό και τη λειτουργία του περιβάλλοντος και του ευρύτερου χώρου
 
Όσον αφορά στους διαφορετικούς τομείς της παραγωγής, το νέο Ρυθμιστικό προβλέπει την προστασία της γεωργικής γης υψηλής παραγωγικότητας και τη στήριξη του αγροτικού τομέα με εκσυγχρονισμό και αναδιάρθρωση των δραστηριοτήτων του. Για το δευτερογενή τομέα, διατηρείται ο βιομηχανικός χαρακτήρας της περιοχής και ενισχύεται η βιομηχανική-βιοτεχνική ανάπτυξη κυρίως στο νομό Κιλκίς, αλλά και στους νομούς Ημαθίας και Πέλλας, με τη δημιουργία ενός βιομηχανικού άξονα προς το Βορρά. Με αυτόν τον τρόπο θα αντιμετωπιστεί η διασπορά των βιομηχανικών – βιοτεχνικών μονάδων. Παράλληλα, ενισχύεται ο τριτογενής τομέας, δηλαδή, το εμπόριο και οι επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών, ιδιαίτερα, οι πιο εξειδικευμένοι κλάδοι του τουρισμού και του πολιτισμού. Ειδικότερα για τον τουρισμό, προωθούνται εναλλακτικές μορφές ώστε να απομακρυνθούμε από το μονόδρομο που έχει δημιουργήσει το σημερινό κυρίαρχο πρότυπο του μαζικού τουρισμού.
 
Σε επίπεδο χωροταξικής και οικιστικής ανάπτυξης, τα αστικά κέντρα και οι οικισμοί της Κεντρικής Μακεδονίας αντιμετωπίζονται ως ένα πολυκεντρικό και ιεραρχημένο σύστημα πόλεων και οικισμών με χωροταξικές ενότητες που θα έχουν λειτουργική αυτοτέλεια και συμπληρωματικότητα. Παράλληλα, ενισχύεται η σχέση της Θεσσαλονίκης με το δίκτυο των άλλων αστικών κέντρων.
 
Η κάλυψη των οικιστικών αναγκών του πληθυσμού (για κατοικία, εργασία, αναψυχή κ.λ.π.) υπακούει σε δύο βασικές αρχές : τον περιορισμό της εκτός σχεδίου δόμησης και την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος και της πολιτισμικής κληρονομιάς. Για παράδειγμα, στην περιοχή της Χαλκιδικής, θα πρέπει να θέσουμε περιορισμούς στην άναρχη ανάπτυξη της παραθεριστικής κατοικίας που έχει αλλοιώσει σημαντικά το φυσικό και δομημένο περιβάλλον.
 
Η έγκριση μεγάλων επεκτάσεων στα Γ.Π.Σ θα είναι φειδωλή. Και τούτο διότι θα πρέπει να ενισχύσουμε το μοντέλο της συμπαγούς πόλης ώστε να υπάρξει δημογραφική και οικονομική αναγέννηση των κέντρων των πόλεων. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να ανταποκριθούμε στον αυξημένο ανταγωνισμό που δημιουργεί το Ευρωπαϊκό Δίκτυο Πόλεων για όλες τις πόλεις και τις περιφέρειες της Ευρώπης, αλλά και διεθνώς.
 
Είναι αυτονόητο ότι η εφαρμογή ενός Σχεδίου τέτοιας εμβέλειαςδεν μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς τη συμμετοχή όλων των εμπλεκομένων φορέων, του Κράτους, της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, των κοινωνικών εταίρων, των επιστημονικών τάξεων, της κοινωνίας των πολιτών. Σε αυτό το πλαίσιο της κοινής προσπάθειας εντάσσονται και τα δύο μνημόνια συνεργασίας, του ΟΡΘΕ με το Δήμο της Θεσσαλονίκης και του ΥΠΕΚΑ με το Δήμο Θεσσαλονίκης, ώστε να υπάρξει συμπληρωματικότητα και συνέργια στόχων και έργων.
 
Ο Οργανισμός Θεσσαλονίκης έχει αναμφίβολα έναν κεντρικό ρόλο να διαδραματίσει: είναι ο φορέας που θα ασκεί την χωρική πολιτική στην περιοχή του νέου Ρυθμιστικού Σχεδίου, θα έχει βασικό ρόλο στην έγκριση των ΓΠΣ, σε συνεργασία με το ΥΠΕΚΑ, ενώ κάθε σχέδιο χρήσης γης, ΖΟΕ, περιβαλλοντικών ρυθμίσεων κ.λ.π. θα πρέπει να είναι εναρμονισμένο με το νέο Ρυθμιστικό Σχέδιο.
 
Για την υλοποίηση του Στρατηγικού Σχεδίου /Προγράμματος που θα αποτελεί το πλαίσιο για την αξιολόγηση, την ιεράρχηση και την έγκριση, από τον ΟΡΘΕ, των προτάσεων έργων που υποβάλουν οι τοπικοί φορείς συγκροτείται το Γραφείο Στρατηγικού Σχεδιασμού. Με αυτόν τον τρόπο θα υπάρξει σύγκλιση μεταξύ προγραμματισμού και σχεδιασμού και εξορθολογισμός των επενδύσεων και της χρηματοδότησης των έργων στην περιοχή εμβέλειας του Ρυθμιστικού Σχεδίου Θεσσαλονίκης. Ωστόσο, το μεγάλο στοίχημα για όλους είναι η ενεργοποίηση των δυνάμεων της πόλης γύρω από ένα κοινά αποδεκτό πλαίσιο στόχων και η διασφάλιση της απαιτούμενης συναίνεσης για να αλλάξει ριζικά το αναπτυξιακό πρότυπο τόσο της Θεσσαλονίκης όσο και της ευρύτερης περιοχής της Κεντρικής Μακεδονίας.


[1] Τον Σεπτέμβριο του 2010, η Υπουργός Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας & Ναυτιλίας, κα. Λ. Κατσέλη, υπέγραψε Μνημόνιο με το Δήμο Εχεδώρου (σημερινός Δήμος Δέλτα) για τη μετεγκατάσταση της ΔΕΘ στη Σίνδο.